τσινιάρης, -α, -ικο

τσινιάρης, -α, -ικο
1. (για ζώα), που με το παραμικρό κλοτσάει, ο κλοτσιάρης, κλοτσιάρικος.
2. (για ανθρώπους), μτφ., οξύθυμος, ευερέθιστος, αψύς: Πας να του πεις κάτι και θυμώνει· είναι τσινιάρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”